ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΚΔΟΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ.
1. ΜΕΤΑΡΥΘΜΙΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Ν. 3869/2010 ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΤΟΚΟ
Το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού του επιτοκίου της ρύθμισης του αρ. 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 για την προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος δανειολήπτη απασχολεί την πλειονότητα των δανειοληπτών που έχουν επιτύχει την έκδοση θετικής απόφασης αλλά τα πιστωτικά ιδρύματα διογκώνουν την εκάστοτε ρυθμισθείσα δόση για την προστασία της κύριας κατοικίας με τόκους που διπλασιάζουν ενίοτε και τριπλασιάζουν το χρηματικό ποσό, λόγω του ότι τους υπολογίζουν επί του κεφαλαίου και όχι επί της μηνιαίας δόσης.
Η λύση επί του συγκεκριμένου ζητήματος έγκειται στην κατάθεση αίτησης ερμηνείας της απόφασης, προκειμένου να αποσαφηνιστεί το θέμα αυτό από τον εκάστοτε Δικαστή, ώστε να υποχρεωθεί το πιστωτικό ίδρυμα να εφαρμόσει τα αυτονόητα.
Ο δανειολήπτης έχει τη δυνατότητα να καταθέσει αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου που έχει εκδώσει την απόφαση, και να ζητά να οριστεί σταθερό και όχι κυμαινόμενο επιτόκιο, καθώς επίσης και να υπολογίζεται ο τόκος επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου της απαίτησης.
Η δυνατότητα του ορισμού σταθερού επιτοκίου θεσμοθετείται με το άρθρο 85 παρ. 8 του Ν. 3996/2011 στο οποίο ορίζεται ότι «…Στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 προστίθεται μετά τη φράση «της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,» η φράση «ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος…».
Τα Δικαστήρια θα πρέπει να επιβάλλουν σταθερό και όχι κυμαινόμενο επιτόκιο διότι αφενός το κυμαινόμενο επιτόκιο προϋποθέτει άριστη ενημέρωσή του οφειλέτη γύρω από τις διακυμάνσεις του κάθε μήνα και λογιστικές γνώσεις υπολογισμού της εκάστοτε αναπροσαρμοζόμενης δόσης, ενημέρωση και γνώσεις που δεν διαθέτουν οι περισσότεροι, αφετέρου δεν επιτρέπει να κινηθεί ο οφειλέτης με ασφάλεια δικαίου, διότι το παραμικρό λάθος υπολογισμού της δόσης (ακόμα και αν αφορά διαφορά λίγων λεπτών του ευρώ) θα συνιστά παράβαση της δικαστικής ρύθμισης, ένεκα της οποίας μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος ή από την άλλη μπορεί να καταβάλει περισσότερα από όσα ο νόμος έχει ορίσει. Επιπλέον, θα πρέπει να αποκλείεται η επιβολή άλλων προσαυξήσεων από τις Τράπεζες, καθώς η οριζόμενη δόση για τον κάθε οφειλέτη ορίζεται σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνάμεις και με στόχο την οικονομική του ανόρθωση, πράγμα το οποίο είναι αδύνατο να συμβεί εάν την ορισθείσα δόση διογκώνουν υπέρογκοι τόκοι και προσαυξήσεις. Συνεπώς ο ορισμός του κυμαινόμενου επιτοκίου καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή την ακέραιη εκπλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 και κατά συνέπεια καταστρατηγεί τη βούληση του νομοθέτη.
Περαιτέρω η διατύπωση της εκδοθησομένης απόφασης θα πρέπει να διευκρινίζει αν το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο. Εδώ θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής : Αναμφισβήτητα, βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται. Επιπλέον, η επιλογή της εκουσίας ως δικαιοδοσίας, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι απομακρυνόμαστε έστω έως έναν βαθμό από την τραπεζική ορολογία με τη στενή έννοια. Αλλά και ο ίδιος ο Νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρ. 9 παρ 2 Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από έως 20 ή 35 χρόνια, ανάλογα την περίπτωση. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του Ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται ρητά στην αιτιολογική του έκθεση (βλ. ανωτέρω), ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου.
Συνεπώς ως προς τη διάταξη για τη διάσωση της κύριας κατοικίας το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο και όχι στο σύνολο του κεφαλαίου που ορίζεται να καταβληθεί για την παραπάνω αιτία, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ.
2. Ο ΟΦΕΙΛΕΤΗΣ ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΠΡΙΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 4549/2018, μετά το άρθρο 12 του ν. 3869/2010 προστίθεται άρθρο 12α ως εξής:
«1. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει όσο η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 είναι εκκρεμής, η δίκη καταργείται. 2. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει πριν την απαλλαγή του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 11, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, μειωμένο κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον κληρονομούμενο. Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 6 δεν ανατρέπονται για το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη. 3. Αν το δικαστήριο είχε διατάξει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του κληρονομουμένου από τη ρευστοποίηση, και ο κληρονόμος χρησιμοποιεί το ίδιο ακίνητο ως δική του κύρια κατοικία, μπορεί, εφόσον ασκήσει την αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις παραδοχής της, να ζητήσει την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 χωρίς το χρονικό περιορισμό του πρώτου εδαφίου αυτής. Στην περίπτωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με την περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ωστόσο για τον προσδιορισμό του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, το ποσό, το οποίο θα λάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό που καταβλήθηκε από τον κληρονομούμενο. Η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφειλών του κληρονομουμένου και του κληρονόμου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τη διάρκεια που αναφέρεται στο δέκατο ένατο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9. 4. Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται και όταν ο κληρονομούμενος απεβίωσε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, εφόσον οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 συνέτρεχαν στο πρόσωπό του.»
2. Το ζήτημα του θανάτου του αιτούντος οφειλέτη ενόψει και του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης του Νόμου και ιδιαίτερα ο χρόνος θανάτου του μεσούσης της εκκρεμοδικίας, προ της ολοκλήρωσης της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010, μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010 αποτελεί ένα πρόβλημα η λύση του οποίου απορρέει από την ερμηνεία του άρθρου 12α ν. 3869/2010. Η παρούσα διάταξη τελεί σε άμεση σύνδεση με την αναθεώρηση του άρθρου 11 του Ν. 3869/2010, που καθιέρωσε την αυτοδίκαιη απαλλαγή του οφειλέτη και τον προαιρετικό χαρακτήρα της αίτησης απαλλαγής, με συνέπεια η έννοια της «απαλλαγής» να ταυτίζεται, πλέον, με τη χρονική και επιτυχή ολοκλήρωση του άρθρου 8 του νόμου. Επομένως, σε περίπτωση που εκ των πραγμάτων ολοκληρώθηκαν οι καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 είτε πριν είτε μετά τον θάνατο του κληρονομούμενου οφειλέτη, παρόλο που η ρύθμιση είναι προσωποπαγής ο κληρονόμος απαλλάσσεται. Αν όμως οι καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 δεν ολοκληρώθηκαν κατά οποιονδήποτε τρόπο πριν ή μετά τον θάνατο του οφειλέτη αποβιώσαντος τότε, στα πλαίσια της προσωποπαγούς ρύθμισης εξετάζεται αν συντρέχουν στο πρόσωπο του κληρονόμου οι προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ήτοι ότι: 1) είναι φυσικό πρόσωπο που στερείται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007, 2) έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, με τη μνεία ότι για την έννοια του δόλου λαμβάνεται υπόψιν ο περιορισμός που έθεσε το άρθρο 56 του Ν. 4549/2018 «Η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών» και 3) ο κληρονόμος ευρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, ήτοι η σχέση ενεργητικού (εισόδημα από κάθε πηγή) και παθητικού (μηνιαία δόση αποπληρωμής προϊόντων + δαπάνες διαβίωσης ανά περίπτωση) είναι αρνητική και διαφαίνεται ότι θα παραμείνει αρνητική στο μέλλον. Αυτές οι προϋποθέσεις εξετάζονται προκειμένου ο αιτών κληρονόμος να ενταχθεί σε νέα ρύθμιση που αφορά το άρθρο 8 παρ. 2 και 5 καθώς και στην συνέχεια στην ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 12α. Τα παραπάνω συνάγονται από την ερμηνεία του άρθρου 12α παρ. 2 κατά το οποίο μοναδική συνέπεια του θανάτου πριν από την απαλλαγή του κληρονομούμενου οφειλέτη κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 είναι ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4 καθώς και η διατήρηση της παύσης ή του περιορισμού της τοκογονίας κατά το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη. Σε ουδέν σημείο του νόμου αναφέρεται ούτε συνάγεται ερμηνευτικά ότι συνέπεια του θάνατου του κληρονομούμενου οφειλέτη πριν από την απαλλαγή του άρθρου 11 είναι ότι το Δικαστήριο δε θα ορίσει καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2 του Νόμου και δε θα προβλέψει περίοδο χάριτος για την έναρξη των καταβολών. Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4549/2018. «Με την προτεινόμενη διάταξη αντιμετωπίζεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης αποβιώνει είτε κατά τη διάρκεια της δίκης είτε μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή η απόφαση ρυθμίζει τις οφειλές με βάση συνθήκες που συντρέχουν στο πρόσωπο του οφειλέτη, η δίκη δεν μπορεί να συνεχιστεί από τους κληρονόμους ούτε η απόφαση μπορεί να ισχύσει αυτομάτως υπέρ των κληρονόμων». Από την παραπάνω αιτιολογική έκθεση προκύπτει σαφώς το αυτοτελές της νέας αίτησης του άρθρου 12α από τους κληρονόμους, εφόσον δεν μπορεί ούτε η δίκη να συνεχιστεί από τους κληρονόμους ούτε η απόφαση μπορεί να ισχύσει αυτομάτως υπέρ των κληρονόμων, επομένως μόνο ως νέα αυτοτελείς προσωποπαγής αίτηση μπορεί να κατατεθεί με όλες τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις από το ν. 3869/2010 ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 8 παρ. 2 και 5.
3. Τέλος, με την παράγραφο 3 αντιμετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά την κύρια κατοικία του από την ρευστοποίηση πλην όμως απεβίωσε πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόμο, που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, χρησιμοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονομουμένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3968/2010, να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει την συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρμοσμένου φυσικά στην δική του ικανότητα αποπληρωμής. Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών δεν θίγεται ούτε επιτρέπεται η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης του κληρονομουμένου και του κληρονόμου να υπερβαίνουν την μεγίστη επιτρεπόμενη διάρκεια (20 έτη και κατ’ εξαίρεση 35 έτη επί συμβάσεων μεγαλύτερης διάρκειας). Ωστόσο, ο κληρονόμος θα μπορεί να ζητήσει προστασία της κύριας κατοικίας και μετά την 31.12.2018, η δε αξία ρευστοποίησης, την οποία θα καταβάλει για την προστασία της κύριας κατοικίας, θα μειωθεί κατά τα ποσά που κατέβαλε ο κληρονομούμενος (βλ. Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων – Συμπλήρωμα, 2018, σελ. 193-194).
Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παραγράφου 3 είναι οι ακόλουθες:
Α. Το δικαστήριο να έχει διατάξει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του κληρονομουμένου από την ρευστοποίηση. Στην διάταξη δεν αναφέρεται ποιου βαθμού πρέπει να είναι η απόφαση του δικαστηρίου. Από τον συνδυασμό της παρ. 3 με την παρ. 4 του άρθρου 12α προκύπτει ότι η απόφαση του δικαστηρίου που διέταξε την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας πρέπει να είναι τελεσίδικη.
Β. Ο κληρονόμος του αιτούντος οφειλέτη να χρησιμοποιεί το ίδιο ακίνητο ως δική του κύρια κατοικία. Επομένως, δεν εφαρμόζεται η διάταξη αν ο κληρονόμος είτε δεν κληρονόμησε την κύρια κατοικία είτε έχει άλλη κύρια κατοικία και όχι αυτή που κληρονόμησε.
Γ. Ο κληρονόμος πρέπει να υποβάλλει αίτηση της παρ. 1 του άρθ. 4 του νόμου και να συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις εφαρμογής της όπως επίσης να ζητήσει εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 9 του νόμου χωρίς το χρονικό περιορισμό του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του αρθ. 9 του νόμου, δηλαδή και μετά την 31.12.2018. Αν γίνει δεκτή η αίτηση του κληρονόμου, θα τηρηθεί ο κανόνας της μη χειροτερεύσεως της θέσεως των πιστωτών σε σχέση με την περίπτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πάντως το ποσό των δόσεων που θα ορίσει η δικαστική απόφαση κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονόμου μπορεί να διαφέρει από το ποσό των δόσεων και την διάρκεια της καταβολής αυτών που όρισε η απόφαση που εκδόθηκε κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονομουμένου. Ωστόσο, αφαιρείται από το ποσό που θα καταβάλει ο κληρονόμος κάθε ποσό που έχει καταβάλει ο κληρονομούμενος σε υλοποίηση της σχετικώς εκδοθείσης αποφάσεως κατά παραδοχή της αιτήσεώς του. Πάντως η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφειλών του κληρονομούμενου και του κληρονόμου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την διάρκεια που αναφέρεται στο δέκατο ένατο εδάφιο της παρ. 2 του άρθ. 9 του νόμου. Εν προκειμένω μπορεί να παρατεθεί ένα παράδειγμα: Η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονομούμενου όρισε μηνιαίες καταβολές 200,00 ευρώ για 20 έτη. Ο αρχικός οφειλέτης ενόσω ήταν εν ζωή και πριν αποβιώσει κατέβαλε κανονικώς τις μηνιαίες δόσεις για μία πενταετία. Η νέα απόφαση που θα εκδοθεί κατά παραδοχή της αιτήσεως του κληρονόμου θα ορίσει συγκεκριμένο ποσό δόσεων, από τις οποίες θα αφαιρέσει τις δόσεις που κατέβαλε ο κληρονομούμενος. Το δε χρονικό διάστημα των δόσεων που θα ορίσει η απόφαση δεν πρέπει να υπερβαίνει την διάρκεια των 20 ετών, εκτός αν οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν οι πιστώσεις είχαν μεγαλύτερη διάρκεια, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 35 έτη. (βλ. Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων – Συμπλήρωμα, 2018, σελ. 193-194).
Επομένως, εάν ο οφειλέτης αποβιώσει προτού ολοκληρωθεί η ρύθμιση, οι κληρονόμοι μπορούν να συνεχίσουν τη ρύθμιση υπό προϋποθέσεις, αρκεί να απευθυνθούν στον κατάλληλο Δικηγόρο, προκειμένου να καταθέσει την απαιτούμενη αίτηση.
3. Ο ΟΦΕΙΛΕΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΑΛΛΑ ΤΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΝΟΧΛΟΥΝ
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ. 11 του ν. 3869/2010,
«1. Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την αυτοδίκαιη απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο, με αίτηση που κοινοποιείται στους πιστωτές και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των οφειλών.».
Κατά συνέπεια, ο οφειλέτης, εφόσον έχει ολοκληρώσει τις καταβολές της βασικής ρύθμισης που του όρισε το δικαστήριο, απαλλάσσεται οριστικά από τα υπόλοιπα των οφειλών του. Η απαλλαγή επέρχεται αυτοδικαίως, όμως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τα τραπεζικά ιδρύματα να συνεχίσουν να οχλούν. Η μοναδική λύση είναι να καταθέσουν στο Ειρηνοδικείο αίτηση πιστοποίησης της απαλλαγής προκειμένου να υπάρχει επίσημη πιστοποίηση και να ζητήσουν από το εκάστοτε τραπεζικό ίδρυμα τη διαγραφή του λογαριασμού της οφειλής από το σύστημά τους.
Υ.Γ. η κάθε υπόθεση απαιτεί μελέτη του φακέλου των εγγράφων και συζήτηση με τον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να επιλεγεί η καταλληλότερη δικαστική λύση.