Ακόμη μία νίκη στις δικαστικές αίθουσες, καθώς επετεύχθη διαγραφή χρεών υπερχρεωμένης δανειολήπτριας, πρώην εμπόρου, ακόμη και οφειλών από τον ασφαλιστικό της φορέα – ΕΦΚΑ.
Η εκδοθείσα απόφαση δημοσιεύθηκε και στην ΝΟΜΟΣ.
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Χρέη προς ασφαλιστικό οργανισμό. Σύμβαση καταναλωτικού δανείου. Η μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη, ο δε ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση. Μετά την ένταξη στη διαδικασία του νόμου των χρεών από ασφαλιστικές εισφορές, η ενδεχόμενη απαλλαγή του οφειλέτη ασφαλισμένου με την τήρηση των όρων της ρύθμισης από το υπόλοιπο των χρεών του, επιφέρει μόνο τις προβλεπόμενες στα πλαίσια του Ν. 3869/2010 συνέπειες με άμεσο σκοπό την επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο και δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας για την κοινωνική ασφάλιση για τη χορήγηση των ασφαλιστικών παροχών. Μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές και προς το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», για χρονικό διάστημα 3 ετών. Το Δικαστήριο δεν θα ορίσει νέα δικάσιμο για να εξετάσει την περίπτωση επαναπροσδιορισμού των μηνιαίων καταβολών, καθότι δεν προβλέπεται περίπτωση βελτίωσης των οικονομικών δεδομένων και εισοδημάτων της απούσας εντός του ως άνω οριζόμενου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη και της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και της ανηλικότητας των τέκνων της εντός της ως άνω τριετίας. Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αριθμός Απόφασης
94/2021
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ
(Εκούσια Δικαιοδοσία – Ν. 3869/2010)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Κυριακή Παπαδοπούλου, με την παρουσία της Γραμματέως Δέσποινας Αποστολίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Καβάλα, στις 7 Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ……….. κατοίκου Καβάλας, οδός ………., με Α.Φ.Μ ……., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Καβάλας Άννας Δουλγερίδου, που κατέθεσε προτάσεις, καθώς και το υπ’ αριθ. ……… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Κ.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – Η ΑΙΤΗΣΗ (μετεχόντων στη δίκη πιστωτών, οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους κατ’ άρθρα 5 του Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ): 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» (……… Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …. και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …….. , η οποία δεν παραστάθηκε και 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου αρ. 8 και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ………., ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ (Ο.Α.Ε.Ε.)»,το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Καβάλας Κωνσταντίνου Αντωνιάδη, που κατέθεσε προτάσεις, καθώς και το υπ’ αριθ. …… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Κ.
ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ 1ης ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ:Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο …….. Αττικής , επι των οδών ….. και …… και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …….., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Θεσσαλονίκης Ιπποκράτη Πάχτα,που κατέθεσε προτάσεις , καθώς και το υπ` αριθμ. …….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Θ.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΥΠΟΘΕΣΗΣ : Η από 10-6-2019 και με αρ. κατ. ……. κλήση που επαναφέρει προς συζήτηση την από 28-12-2015 αίτηση δικαστικής 12-2015 και με αρ. κατ. …../8-12-2015 , αίτηση δικαστικής ρύθμισης χρεών σύμφωνα με το Ν.3869/2010 ,εκούσιας δικαιοδοσίας,για τη συζήτηση της οποίας ορίσθηκε η δικάσιμος που αναφερεται, στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους, που κατατέθηκαν νομίμως στο ακροατήριο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της αιτούσας που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν νομίμως στο ακροατήριο (άρθρα 224, 739 και 741 ΚΠολΔ), η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τους ανσφερόμενους στην αίτησή της πιστωτές, εκθέτοντας την οικογενειακή και περιουσιακή της κατάσταση, ζητεί: ί) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της, ως προτείνεται ή ως τροποποιηθεί, ii) επικουρικά, να διαταχθεί η ρύθμιση των χρεών της, iii) να εξαιρεθεί από την εκποίηση το δίκυκλο όχημά της και iν) να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 3 εδ. α του Ν. 3869/2010), κατά την εκούσια δικαιοδοσία (άρθρο 1 περ. β ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 εδ. β` του Ν. 3869/2010 και τα άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας,καθώς περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 3 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν.4336/2015, ήτοι α) την περιουσιακή κατάσταση της αιτούσας και τα πάσης φύσεως εισοδήματα αυτής και του συζύγου της, β) τους πιστωτές της και τις απαιτήσεις τους, αναλυόμενες σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 4α του άρθρου 2 του Ν. 3869/2010 και γ) σχέδιο για τη διευθέτηση των οφειλών της. Είναι δε νόμιμη, πλην των αιτημάτων υπό στοιχεία i, iii και ίν, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5 και 8 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4336/2015 και πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4346/2015, διότι η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε στις 28-12-2015 και επιπλέον διότι αφενός κατά την παρ. 5 του άρθρου 2 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14-8-2015) ορίζεται ότι «5. Οι διατάξεις του άρθρου 1 της παρούσας ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Α4 καταλαμβάνουν τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του» και κατά το άρθρο 4 του Ν. 4336/2015 η ισχύς του νόμου αυτού για το άρθρο 2 αρχίζει απο την υπογραφή απο τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Β` του άρθρου 3 , η δε σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και Ευρωπαικού Μηχανισμού Σταθερότητας έλαβε χώρα στις 19-8-2015 (βλ. το Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Οικονομικών της 20ης-8-2015 ) και αφετέρου κατά την παρ. 11 του άρθρου 14 του Ν. 4346/2015 (ΦΕΚ Α` 152/20-11-2015) ορίζεται ότι << 11. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2016 και δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις , καθώς και αιτήσεις που έχουν κατατεθεί εως και 31.12.2015», εφαρμοζόμενων ωστόσο και, κάποιων εκ των διατάξεων των άρθρων 56 – 68 του Ν. 4549/2018 (ΦΕΚ Α’ 105/14-6-2018), οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 68 του νόμου αυτού καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του δίκες. Μη νόμιμα όμως και για το λόγο αυτό απορριπτέα τυγχάνουν τα αιτήματα: α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης, διότι το σχέδιο διευθέτησης απευθύνεται προς τους πιστωτές στο πλαίσιο του δικονομικού σταδίου του “δικαστικού” συμβιβασμού προς το σκοπό επίτευξης ελεύθερης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μερών και για το λόγο αυτό, άλλωστε, το σχέδιο διευθέτησης οφειλών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο την περιουσία, τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του όσο και τα συμφέροντα των πιστωτών (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με την παρ. 3 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015).Εάν κατά το στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού λάβει χώρα συμβιβασμός το αρχικό η το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών προσκομίζεται ενώπιον του Ειρηνοδίκη και ζητείται η επικύρωσή του . Μετά την επικύρωση του σχεδίου, τούτο αποκτά δικαστικού συμβιβασμού και η αίτηση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές ανακαλείται αυτοδικαίως (άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ως το άρθρο 7 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 15 του Ν. 4161/2013). Μόνο στην περίπτωση που το σχέδιο δεν γίνει δεκτό από τους πιστωτές το Δικαστήριο δύναται να ρυθμίσει τις οφειλές του αιτούντος (άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010). Επομένως, το να επικυρωθεί το προταθέν σχέδιο διευθέτησης, ως αίτημα προς το Δικαστήριο είναι μη νόμιμο, αφού αφενός αίτημα της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 είναι η ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος κατά τους όρους του Ν. 3869/2010 και αφετέρου η αποδοχή ή μη του σχεδίου από τους πιστωτές εναπόκειται στην ελεύθερη βούλησή τους και δεν παρέχεται στο Δικαστήριο από το νόμο η δυνατότητα να υποχρεώσει τα μέρη να δεχθούν το σχέδιο αυτό και να προβεί κυριαρχικώς στην επικύρωση του σχεδίου, που αποτελεί καρπό της ελεύθερης συμφωνίας των μερών, β) να εξαιρεθεί από την εκποίηση το δίκυκλο όχημα της απούσας, καθώς στο άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 προβλέπεται η δυνατότητα να αιτηθεί ο οφειλέτης την εξαίρεση από την εκποίηση μόνο της κύριας κατοικίας του και όχι έτερου περιουσιακού στοιχείου, ωστόσο το Δικαστήριο συνεκτιμώντας τις εν γένει συνθήκες είναι δυνατό να κρίνει ότι κάποιο περιουσιακό στοιχείο δεν πρέπει να εκποιηθεί για τους ειδικότερα μνημονευόμενους στην απόφασή του λόγους και γ) να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, καθότι κατ’ άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010 δικαστική δαπάνη στην εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διαδικασία δεν επιδικάζεται και κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 του Ν. 3869/2010, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του Ν. 4161/2013, οι πιστωτές δεν αποκτούν απαίτηση κατά του οφειλέτη για τα έξοδα και τις δαπάνες που δημιουργούνται από τη διαδικασία και το σχέδιο διευθέτησης οφειλών και συνεπώς δεν επιτρέπεται η εν λόγω επιδίκαση και δεν υπάρχει αντικείμενο προς συμψηφισμό. Περαιτέρω, για το παραδεκτό της αίτησης αφενός έχει προσκομισθεί νομίμως και εμπροθέσμως η υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων της , των πιστωτών της και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο , τόκους και έξοδα και για την ύπαρξη μεταβιβάσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επι ακινήτων της την τελευταία τριετία και τα λοιπά έγγραφα που ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 και αφετέρου τηρήθηκε η επιβαλλομένη προδικασία.
Η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 28-12-2015 και η κατάθεσή της ολοκληρώθηκε αυθημερόν, καθοσον μετά τον τυπικό έλεγχο της αίτησης και των εγγράφων που τη συνοδεύουν απο τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 και όπως η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν.4336/2015, δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε έλλειψη όσον αφορά στο περιεχόμενο της αίτησης και στα συνοδευτικά αυτής έγγραφα, όπως αυτά προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010. Επομένως, η κατάθεση της υπό κρίση αίτησης ολοκληρώθηκε στις 28-12-2015, οπότε ορίσθηκε δικάσίμος για τη συζήτηση αυτής η 5η-6-2019 και δικάσιμος για την τυχόν επικύρωση του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος τελικώς απέτυχε και εκδόθηκε η από 13-9-2016 προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδίκη ……. Επιπλέον, η απούσα εντός 15 ημερών από την ως ανω ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτήσής στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 3869/2010. όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 7 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν 4336/2015) κοινοποίησε στους καθ` ων πιστωτές την αίτηση με πράξη κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 5ης-6-2019 όπως αποδεικνύεται απο τις υπ΄αριθ. …. /31-12-2015 και …./12-2015 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ….. Κατά την ως άνω δικάσιμο της 5ης-6-2019, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων της χώρας ενόψει της διενέργειας των εκλογών για την ανάδειξη δημοτικών και περιφερειακών αρχών και μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης-5-2019 και των επαναληπτικών εκλογών για την ανάδειξη δημοτικών και περιφερειακών αρχών της 2ας-6-
2019. Από τις υπ’ αριθ. …./2019 και …../2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Καβάλας ….. προκύπτει ότι αντίγραφο της από 10-6-2019 και με αρ. κατ. εκ. …/10-
6-2019 κλήσης που επαναφέρει προς συζήτηση την υπό κρίση αίτηση, με πράξη κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επιδόθηκε στην 1η και στο 2° των καθ’ ων αντίστοιχα. Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και η 1η των καθ’ ων δεν παραστάθηκε, πλην όμως πρέπει να δικασθεί αντιμωλία, καθώς θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ της, κατά τα κάτωθι αναφερόμενα. Τέλος, από την κατ’ άρθρο 13 του Ν. 3869/2010 αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της απούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές της (βλ. το υπ’ αριθ. …./2019 έγγραφο του Ειρηνοδικείου Καβάλας σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. 2330/26-11-2019 έγγραφο του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τμήματος ρύθμισης οφειλών). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
2. Με το Ν. 4354/2015 επιδιώχθηκε να επιλυθεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω της δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς αυτών , δια της γενικευμένης μεταβίβασης εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων ομάδων απαιτήσεων απο μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις σε φορείς που θα επιδιώξουν την είσπραξη ή την αναδιάρθρωση αυτών των απαιτήσεων. Το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.4354/2015 ορίζει ότι «1.α Η διαχείριση των απαιτήσεων απο δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί απο πιστωτικά ιδρύματα εκτός των αναφερομένων στην περίπτωση δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α’ 107) ανατίθεται αποκλειστικά: αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων απο Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπο την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα ……». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246).
Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Από την ανωτέρω δτάταξη συνάγεται ότι, κατά παρέκκλιση του κανόνα που ισχύει στο δικονομικό μας σύστημα που επιβάλλει να συμπίπτουν σε ένα πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, οι εν λόγω εταιρίς διαχειρισης απαιτήσεων έχουν την εξουσία να δικάζουν (ενεργητικά) ή να δικάζονται (παθητικά) στο δικό τους όνομα για συγκεκριμένη διαφορά που προκύπτει από έννομη σχέση της οποίας δεν είναι φορείς. Πηγή δε της εξαιρετικής αυτής νομιμοποίησης είναι αποκλειστικά οι ως άνω συγκεκριμένες διατάξεις του Ν 4354/2015 και οχι η δικαιοπρακτικη θεμελίωση, πράγμα το οποίο δεν προβλέπεται στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, καθώς οι διάδικοι στερούνται της εξουσίας διάθεσης των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, ήτοι και της νομιμοποίησης ως ανήκουσας σε αυτές (βλ. ΑΠ 45/2007 ΕλλΔ/νη 2007/439). Η περίπτωση αυτή δε, δεν θα πρέπει να συγχέεται με αυτή των νομίμων αντιπροσώπων διαδίκων, οι οποίοι ενεργούν εν ονόματι και για λογαριασμό άλλου, γνωστού προσώπου (άρθρα 211 επ. ΑΚ) (βλ. αντίθετα ΕιρΧαν 767/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς η παρούσα εξαιρετική νομιμοποίηση αφετηρία έχει τη νομοθετική βούληση και όχι τη συμβατική θεμελίωση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 2 ΚΠολΔ, η μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη, ο δε ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση. Στον ΚΠολΔ δεν προβλέπεται αυτόματη υπεισέλευση του ειδικού διαδόχου στη δικονομική θέση του δικαιοπαρόχου του, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εκπροσώπηση στη δίκη του διαδίκου που μεταβίβασε το δικαίωμα κατά την εκκρεμοδικία από τον ειδικό του διάδοχο (ΠΠρΑθ 6439/2013 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Όποιος στη διάρκεια της δίκης έγινε ειδικός διάδοχος κάποιου από τους διαδίκους, είτε βάσει σύμβασης, είτε εκ του νόμου, είτε με πολιτειακή βούληση, δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου και νομιμοποιείται μόνο να ασκήσει παρέμβαση. Μόνον εφόσον ασκηθεί εκ μέρους του ειδικού διαδόχου παρέμβαση και συμφωνήσουν οι αρχικοί διάδικοι, μπορεί ο ειδικός διάδοχος να υπεισέλθει στη θέση του μεταβιβάσαντος (άρθρο 85 ΚΠολΔ), ενώ αν ασκήσει μόνο (αυτοτελή πρόσθετη) παρέμβαση και δεν υπάρχει η προαναφερθείσα συμφωνία, ο παρεμβάς ειδικός διάδοχος ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 82 και 83 ΚΠολΔ (ΑΠ 712/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1430/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1028/2010, ΕλλΔ/νη 2011/790, ΠΠρΑθ 6439/2013 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1, 83, 225 παρ. 2, 325 και 741 ΚΠολΔ συνάγεται οτι σε περίπτωση ειδικής διαδοχής μετά την εκκρεμοδικία, ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων ειδικός διάδοχος υπέχει θέση αναγκαίου ομοδίκου του υπερ ο η πρόσθετη παρέμβαση δικαιοπαρόχου του, ώστε αν ο τελευταίος έχει νόμιμα κλητευθεί και δεν παρίσταται στη συζήτηση, θεωρείται οτι αντιπροσωπεύεται απο τον παριστάμενο ειδικό διάδοχο (ΜΠρΘεσ 7072/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 7656/2015 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Για αυτό και η απόφαση που εκδίδεται είναι κατ` αντιμωλία απόφαση ως προς όλους τους ομοδίκους και η διαδικασία διεξάγεται σαν να ήταν παρών και ο απώς αναγκαίος ομόδικος (ΑΠ 1332/2011, ΕΠολΔ 2011.786, ΑΠ 1230/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2007, ΝοΒ 2007/1828, ΕφΛαρ 343/2012, Δικογραφία 2012/698, ΕφΑθ 205/2002, Αρμ 2003/840). Εν προκειμένω, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, εμφανίσθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν νομίμως στο ακροατήριο, άσκησε, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της των καθ` ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» κα, κατά της απούσας, ως μη δικαιούχος διάδικος κατ` άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης, ιοχυριζόμενη ότι: α) τυγχάνει εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις νομίμως αδειοδοτηθείσα απο την Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει της υπ` αριθ. 220/1/13- 3-2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, β) δυνάμει της απο 17-12-2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της 1ης των καθ` ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….. Α.Ε.» και της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………..», με έδρα το ………. της Ιρλανδίας, η οποία καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ. …./17-12-2018, η πρώτη μεταβίβασε στη δεύτερη την επίδικη απαίτησή της, γ) δυνάμει του υπ’ αριθ. …/6-3-2019 ειδικού πληρεξουσίου ορίσθηκε η ίδια ως εντολοδόχος, ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…….». Με αυτό το περιεχόμενο, η ως άνω παρέμβαση ασκείται παραδεκτά και νόμιμα κατ’ άρθρα 80, 83, 741 ΚΠολΔ, 54 παρ. 1 ΠτΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 15 του Ν. 3869/2010 και 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και επομένως, συνεκδικαζόμενη με την υπό κρίση αίτηση, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέχει θέση αναγκαίου ομοδίκου της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση 1πς των καθ’ ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» και επομένως η τελευταία, εφόσον έχει κλητευθεί νομίμως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την παριστάμενη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με αποτέλεσμα να δικάζεται αντιμωλία (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
3. Το 2° των καθ’ ων και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, που έγινε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και εξειδικεύθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν νομίμως στο ακροατήριο, αρνήθηκαν την αίτηση και α) ισχυρίσθηκαν ότι η αιτούσα περιήλθε δολίως σε αδυναμία πληρωμής των οφειλών της, διότι, καίτοι γνώριζε τη χρονική στιγμή του δανεισμού ότι δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στην αποπληρωμή των δανειακών και ασφαλιστικών υποχρεώσεών της. δημιούργησε τα ένδικα χρέη, ενώ μάλιστα έλαΒε ένα επιχειρηματικό δάνειο για την επιχειρηματική της δραστηριότητα, την οποία ξεκίνησε εν μέσω της οικονομικής κρίσης και την οποία δεν κατόρθωσε να διατηρήσει παραπάνω από τρία χρονιά, ισχυρισμός που συνιστά τη νόμιμη εκ του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 ένσταση περί δόλιας περιέλευσης σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, η οποία πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν και β) ισχυρίσθηκαν ότι η αιτούσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της για ρύθμιση, κατά μεν το 2 των καθ’ ων, διότι επιθυμεί να απαλλαγεί από τις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις και τις οφειλές της προς τον ασφαλιστικό της φορέα, ήτοι από δημόσιο χρέος της, το οποίο θα μπορούσε να ρυθμίσει, υπαγόμενη στην πάγια ρύθμιση του Ν. 4152/2013, κατά δε την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, διότι προτείνει καταβολές δόσεων, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στο ύψος των οφειλών της προς την εταιρία, ενώ έχει παράλληλο αίτημα εξαίρεσης από τη ρευστοποίηση τόσο της κύριας κατοικίας της όσο και της λοιπής ακίνητης περιουσίας της, ισχυρισμοί, οι οποίοι είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, διότι δεν θεμελιώνουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, καθώς η υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 συνιστά απλώς νόμιμο δικαίωμα των υπερχρεωμένων πολιτών σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου που επιτάσσει τον οικονομικό και κοινωνικό απεγκλωβισμό τους προκειμένου να ενταχθούν στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα με γνώμονα το γενικότερο συμφέρον και επομένως από μόνη αυτή την επιλογή ένταξης στον ως άνω νόμο δεν θεμελιώνεται καταχρηστικότητα. Στόχος του Ν. 3869/2010 είναι να δοθεί η δυνατότητα στον υπερχρεωμένο οφειλέτη να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Στο πλαίσιο αυτό ο αιτών που δεν έχει επαρκή εισοδήματα, έχει νόμιμο δικαίωμα να προτείνει προς την πιστώτρια τράπεζα (διότι στην τελευταία απευθύνεται το σχέδιο διευθέτησης) μικρές ή και μηδενικές καταβολές, διότι αφενός δεν καθορίζονται από το Ν. 3869/2010 συγκεκριμένοι όροι για την πρόταση διευθέτησης, αλλά καθορίζονται γενικά και μεταβλητά κριτήρια (εύλογος συνυπολογισμός και συσχέτιση συμφερόντων πιστωτών με την περιουσία, εισοδήματα και οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος) εξαρτώμενα και από τις δυνατότητες των οφειλετών και αφετέρου κατά την γενική αρχή του δικαίου, ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα (ΑΠ 288/2000, ΔΕΕ 2000/743) και συνεπώς εάν δεν έχει εισοδήματα ο αιτών, δεν υποχρεούται να υποβάλλει σχέδιο με καταβολές. Όμως, πέρα τούτων, εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία επί του σχεδίου (αρχικού ή τροποποιημένου) παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να ορίσει ακόμη και μηδενικές καταβολές στις περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010, με κριτήριο τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του αιτούντος και όχι τα συμφέροντα ή την έκταση της ζημίας των πιστωτών. Επομένως αφού ο νόμος επιτρέπει τον καθορισμό ακόμη και μηδενικών καταβολών για τον αιτούντα, η πρόταση για μικρές ή ακόμη μηδενικές δόσεις (ασχέτως της ζημίας των πιστωτών) από μόνη της και χωρίς πρόταση άλλων πραγματικών περιστατικών που να μπορούν να θεμελιώνουν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (π.χ. συνυπολογισμός από τον αιτούντα στις δαπάνες διαβίωσής του μισθώματος πολυτελούς κατοικίας, που να αυξάνει καθ’ υπερβολή τις δαπάνες και να μειώνει αντιστοίχως τη δυνατότητα καταβολής |υψηλότερης δόσης) δεν συνιστά καταχρηστική, αλλά αντιθέτως επιτρεπτή άσκηση του δικαιώματος για ρύθμιση, η οποία είναι συμβατή με τους σκοπούς του νόμου, ήτοι πρωτίστως τη διατήρηση του αιτούντος οφειλέτη σε βιοτικές συνθήκες αξιοπρέπειας και ακολούθως την αποπληρωμή των οφειλών κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τoυ με σκοπό την επανάκτηση της οικονομικής του ελευθερίας. Περαιτερω το 2° Των καθ` ων α) ισχυρίσθηκε ότι η αιτούσα εχει πτωχευτική ικανότητα, ισχυρισμός που συνιστά άρνηση της αίτησης και β) ισχυρίσθηκε οτι το άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ` του Ν. 3869/2010 αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, διότι η ένταξη στο Ν. 3869/2010 των οφειλών προς αυτό είναι αντίθετη στις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων και θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, για την οποία μεριμνά η Πολιτεία με βάση την ως άνω συνταγματική επιταγή για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Ο ως άνω ισχυρισμός, όμως, κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος και τούτο διότι με το Ν. 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένης στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 περίπτωσης υπό στοιχείο γ`, κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής υπάγονται, μεταξύ άλλων και ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Οι ανωτέρω οφειλές δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές. Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των εν λόγω οφειλών, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του Ν. 3869/2010. Πράγματι, ο Ν. 3869/2010 έδωσε τη δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες, που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημά τους ένα μέρος των χρεών τους. Ο νομοθέτης εκκινεί από την αφετηριακή βάση της προστασίας του οφειλέτη από τον κίνδυνο της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά, βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κάποιο κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Η εν λόγω διαδικασία διαφέρει από την πτώχευση των εμπόρων όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ενώ στην τελευταία προτάσσεται κατά βάση η ικανοποίηση των πιστωτών, με μοιραίες συχνά συνέπειες για την επιχείρηση, στόχος των εν λόγω διατάξεων είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3869/2010, Κατσά σε I. Βενιέρη – Θ. Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η έκδοση, σελ. 29, Ειρίλ 398/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, είτε αυτή αφορά σε οφειλές προς ιδιώτες, είτε αφορά σε οφειλές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς, επιτάσσεται τόσο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου. Ειδικότερα, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος είναι να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Η ανθρώπινη αξία αποτελεί το θεμελιώδες δικαίωμα πάνω στο οποίο εδράζονται και αναπτύσσονται όλα τα άλλα επιμέρους δικαιώματα. Πρόκειται για έναν ανώτατο ερμηνευτικό νομικό κανόνα τόσο άλλων διατάξεων του Συντάγματος, όσο και της κοινής νομοθεσίας και που επηρεάζει επίσης καταλυτικά την οργάνωση και λειτουργία του κράτους . Το Σύνταγμα διαμορφώνει ένα πολίτευμα στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο άνθρωπος όχι ως αποκομμένη ατομική μονάδα , αλλά ως τμήμα του κοινωνικού συνόλου.
Η Πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να σέβονται αλλά και να προστατεύουν την αξία αυτή από προσβολές. Από το ανωτέρω δικαίωμα απορρέει και το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον «καθένα», ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Εξάλλου, πτυχή της οργανωτικής βάσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι και η τήρηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, ήτοι να αποφεύγεται η υπέρμετρη επιβάρυνση των οικονομικά ασθενών. Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αναγνωρίζεται και από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. Ολ. ΣτΕ 668/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου δεν παρακάμπτει την ταυτόχρονη υποχρέωση για κοινωνική αλληλεγγύη και σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (βλ. ΣτΕ 3036/1992, 1615/1991, 3552/1990, 3076/1989, 241/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά τις οποίες: «Ο νομοθέτης μπορεί … να θεσπίζει για λόγους κοινωνικής αλληλεγγύης, ευμενέστερη μεταχείριση των οικονομικά ασθενέστερων ασφαλισμένων έναντι των οικονομικά ισχυρότερων»). Η υπό όρους απαλλαγή (μερική η ολική) από το σύνολο των χρεών του οφειλέτη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παραβίαση της ισότιμης μεταχείρισης των συνεπών φορολογουμένων και ασφαλισμένων, αλλά ως υποχρέωση σεβασμού της αξίας του «αδυνάτου» οφειλέτη ως ατόμου, η κοινωνική και οικονομική εξόντωση του οποίου δεν προάγει το δημόσιο συμφέρον, καθώς τον εμποδίζει να επανενταχθεί στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα και να συμβάλλει στην οικονομική ανόρθωση της χώρας, σύμφωνα με την επιταγή της διάταξης του άρθρου 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος (βλ. ΑΠ 288/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘεσσ 90/2017 αδημ., ΕιρΘεσσ 394/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και I. Βενιέρη, παρατηρήσεις στην Ειρίλ 398/2016, ΕΕμπΔ 2016/941). Κατά τα ως άνω, ουδόλως θίγεται με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητά τους. Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με τη δυνατότητα εξόφλησης είναι ιδιαίτερα υψηλή. Θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί ότι η ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος και ο πιθανός περιορισμός των αξιώσεων των ασφαλιστικών ταμείων δεν επέρχεται εκ του νόμου, καθώς οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του Ν. 3869/2010 χορηγούν στον οφειλέτη δικαίωμα να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια για τη διευθέτηση των οφειλών του, ο οποίος πρέπει να πληροί μία σειρά προϋποθέσεων. Οι δανειστές έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην οικεία διαδικασία προκειμένου να εκθέσουν τις απόψεις τους τόσο σε σχέση με την έκταση του περιορισμού όσο και με τον τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεών τους. Συν τοις άλλοις, η απαλλαγή του οφειλέτη δεν επέρχεται οριστικώς ως αυτοδίκαιη συνέπεια της απόφασης του Δικαστηρίου, παρά συνιστά την απόληξη μιας εκκαθαριστικής και εξυγιαντικής διαδικασίας, συνδυαζόμενη πιθανώς και με τη ρευστοποίηση μέρους της περιουσίας του οφειλέτη. Άλλωστε, δεν είναι μόνο η ένταξη των ασφαλιστικών εισφορών των υπερχρεωμένων ιδιωτών στο ρυθμιστικό ττΛαίσιο του νόμου αυτή που επιτείνει τον κίνδυνο αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες που χρηζουν αμεσης επίλυσης. Το ασφαλιστικό, ως μέρος ευρύτερου οικονομικου και κοινωνικού συστήματος, μπορεί να επιλυθεί και με πολλούς άλλους τρόπους, ήτοι αν επιτευχθεί αύξηση του ρυθμου ανάπτυξης, καταπολέμηση της ανεργίας, μείωση της ανασφάλιστης εργασίας και διαμόρφωση μίας μακρόπνοης δημογραφικής πολιτικής. Δεν θα ήταν πρέπον δε, να υφίσταται το ιδεολόγημα της έλλειψης οικονομικών μέσων, χωρίς να μπορεί να διερευνηθεί αν ο νομοθέτης αναζήτησε πραγματικά τους αναγκαίους πόρους μέσα από μηχανισμούς αναδιανομής και αν έχει πράγματι εξαντλήσει τους μηχανισμούς της διανεμητικής του δυνατότητας. Πέρα των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη από χρέη συμπεριλαμβανομένων και των οφειλών έναντι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης είναι ήδη γνωστή στο δικαιϊκό μας σύστημα, καθώς και στο θεσμό της πτώχευσης επέρχεται υπό προϋποθέσεις τέτοια απαλλαγή (άρθρο 170 παρ. 5 του Ν. 3588/2007). Αλλά και στην περίπτωση της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρο 99 του Ν. 3588/2007), το Δημόσιο μπορούσε να συναινέσει για την απομείωση του χρέους του οφειλέτη (άρθρο 106δ του Ν. 3588/2007, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση με το Ν. 4446/2016) ή ακόμη και χωρίς συμφωνία να δεσμευθεί από την πλειοψηφική απόφαση των πιστωτών για απομείωση του χρέους του οφειλέτη (βλ. ΠΟΑ 1068/2013 παρ. 8 του ΥπΟικ). Επιπροσθέτως, προϋφιστάμενος νόμος (Ν. 4307/2014), ο οποίος επέφερε γενναίες περικοπές στις εν λόγω οφειλές, ενισχύει τη θέση υπέρ της σύμφωνης με το Σύνταγμα επιλογής του νομοθέτη για υπαγωγή και των ανωτέρω οφειλών στις διατάξεις του Ν. 3869/2010. Το σύνολο των ανωτέρω αλλαγών αντικατοπτρίζει από δικαιοσυγκριτική άποψη, τις νεότερες εξελίξεις στο δίκαιο της αστικής αφερεγγυότητας, καθόσον παρατηρείται διεθνώς η τάση προς μείωση των εξαιρέσεων και η υπαγωγή του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών σε ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο που αποκλειστικό στόχο έχει τη σφαιρική και ολοκληρωμένη ανπμετώπιση τoυ ζητήματος της υπερχρέωσης είτε αυτή προέρχεται απο οφειλές προς ιδιώτες, είτε προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η μέχρι πρότινος εξαίρεση συγκεκριμένων απαιτήσεων από το πεδίο εφαρμογής του νόμου, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δανειστών δύο ταχυτήτων, με διαφορετικές δυνατότητες ικανοποίησης των απαιτήσεών τους από την περιουσία του οφειλέτη. Μάλιστα, οι πιστωτές που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων, διατηρώντας στο ακέραιο τις απαιτήσεις τους και χωρίς να έχουν υποβληθεί σε οποιαδήποτε θυσία. Από αυτή την άποψη, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του Ν. 3869/2010 στις παραπάνω αναφερόμενες κατηγορίες οφειλών, προάγει τον προστατευτικό σκοπό του νόμου που είναι η επάνοδος του υπερχρεωμένου οφειλέτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή και η οποία δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί αν στερείται τη δυνατότητα ενιαίας ρύθμισης, παραμένοντας βεβαρημένος με τις απαιτήσεις που εξαιρούνται (βλ. Κατσά, ό.π., σελ. 15, ΕιρΘεσσ 90/2017 αδημ., ΕιρΙλ 398/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα ζητήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι κοινωνικοασφαλιστικοί φορείς από την υλοποίηση του επικυρωμένου από το Δικαστήριο στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010 σχεδίου διευθέτησης οφειλών, σχετικά με την απόλαυση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων μετά την προβλεπόμενη κατά το νόμο ωρίμανσή τους, ήτοι με το αν θα είναι εφικτή η συνταξιοδότηση των φυσικών προσώπων που έχουν υποβάλλει σε ρύθμιση τις οφειλόμενες εισφορές τους προς τα ασφαλιστικά ταμεία και σε θετική περίπτωση ποιο θα είναι το ύψος της σύνταξης, δεδομένου ότι πιθανόν να καταβάλουν τελικά ένα πολύ μικρό ποσό από εκείνο που υποχρεούντο, δεν μπορούν να επιλυθούν δεόντως στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010, καθώς ο προγραμματικός σκοπός του εν λόγω νομοθετήματος εστιάζει στη διαχείριση του κοινωνικού φαινομένου της υπερχρέωσης φυσικών προσώπων και τα ζητήματα αυτά είτε ρυθμιζονται ήδη με την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία και τα καταστατικά των ασφαλιστικών ταμείων ή χρήζουν ειδικής νομοθετικής ρύθμισης. Ο Ν. 3869/2010 ρυθμίζει μονο την προσωποπαγή κατάσταση του υπερχρεωμένου οφειλέτη, τον εξαγει από την κοινωνική και συναλλακτική αδυναμία της υπερχρέωσης και τον «παραδίδει» πάλι σπς συναλλαγές ως ενήμερο οφειλέτη. Οι παράπλευρες συνέπειες και προεκτάσεις δεν ρυθμίζονται απο το Ν. 3869/2010, αλλά από ειδικότερους νόμους, που αυτοί θα αξιολογήσουν το νομικό αποτέλεσμα της υπαγωγής στο Ν. 3869/2010. Αυτοί είναι και οι νόμοι που θα δεχθούν ή όχι τη γέννηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στον οφειλέτη και συνεπώς οι διατάξεις αυτών των νόμων θα πρέπει εν συνεχεία να αξιολογηθούν ως συνταγματικές ή μη (βλ. Κατσά, ό.π., σελ. 59 και I. Βενιέρη,παρατηρήσεις στην ΕιρΙλ 398/2016, ΕΕμπΔ 2016/941). Άλλωστε, από καμία διάταξη του εν λόγω νόμου δεν προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή επεκτείνεται και σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης με τη θέσπιση ευνοϊκότερων προϋποθέσεων απόλαυσης των ασφαλιστικών παροχών (π.χ. απονομής σύνταξης) σε ορισμένη κατηγορία προσώπων και συγκεκριμένα αυτών που βρίσκονται σε αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσης για καταβολή των ασφαλιστικών τους εισφορών. Συνεπώς και μετά την ένταξη στη διαδικασία του νόμου των χρεών από ασφαλιστικές εισφορές, η ενδεχόμενη απαλλαγή του οφειλέτη ασφαλισμένου με την τήρηση των όρων της ρύθμισης κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 από το υπόλοιπο των χρεών του, επιφέρει μόνο τις προβλεπόμενες στα πλαίσια του Ν. 3869/2010 συνέπειες με άμεσο σκοπό την επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο και δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας για την κοινωνική ασφάλιση για τη χορήγηση των ασφαλιστικών παροχών. Επομένως, εξακολουθεί και μετά την προβλεπόμενη με τη διάταξη του άρθρου 11 του νόμου απόσβεση της οφειλής με την τήρηση των ό απόλαυση των ασφαλιστικών παροχών και ειδικότερα η χορήγηση σύνταξης καθώς και το ύψος της με τις οκονομικές προϋποθέσεις που προβλεπονται από το καταστατικό Ασφαλισεως του κάθε Ταμείου. Βέβαια, ενδεχόμενη στέρηση ή περιορισμός του δικαιώματος για σύνταξη του υπερχρεωμένου οφειλέτη, ως συνέπεια της ένταξης στις ρυθμίσεις του νόμου και της προβλεπόμενης απαλλαγής, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αντίκειται στην ίδια διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Όμως η συνέπεια αυτή δεν επέρχεται υποχρεωτικά εκ του νόμου, αφού με το Ν. 3869/2010 χορηγείται δικαίωμα και δεν επιβάλλεται υποχρέωση στον οφειλέτη να ζητήσει την ένταξή του στις ρυθμίσεις του. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω νομικών σκέψεων, η ευρύτερη νομοθετική διαχείριση της διόγκωσης του φαινομένου της υπερχρέωσης φυσικών προσώπων στην ελληνική πραγματικότητα είναι μία προσπάθεια εξορθολογισμού του θεσμού με την επίκληση του γενικότερου κοινωνικού και ιδιαιτέρως έντονου δημοσίου συμφέροντος, έτσι ώστε να δικαιολογούνται οι όποιες παρεκκλίσεις τόσο από την αρχή της ισότητας, όσο και από την αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Οι περιορισμοί των αξιώσεων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, στο νομοθετικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010, κρίνονται συνταγματικοί, καθόσον είναι πρόσφοροι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, πληρούν το αναγκαίο μέτρο προς επίτευξη του απαραίτητου αποτελέσματος και πληρούν το όριο αναλογικότητας σε σχέση με την ανάγκη να τεθεί ο συγκεκριμένος περιορισμός (βλ. Κατσά, ό.π. σελ. 30, ΕιρΘεσσ 90/2017 αδημ.). Οι σχετικές ρυθμίσεις αποτελούν επιτρεπτό καθορισμό του περιεχομένου και των ορίων των δικαιωμάτων των πιστωτών, που, κατά τρόπο ισόρροπο, λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των εμπλεκομένων μερών και καθορίζει επαρκή μέτρα για τυχόν κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους ανειλικρινών και ανέντιμων οφειλετών (βλ. Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2016, σελ. 4 επ.).
4. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ……. κατοίκου ….., που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, χρήσιμα και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, γεννηθείσα το έτος 1979, είναι παντρεμένη από τον Νοέμβριο του έτους 2005 με τον …. του … …..γεννηθέντα το έτος 1979 και κατά τη διάρκεια του γάμου της απέκτησε τρία ανήλικα σήμερα τέκνα, την … γεννηθείσα το έτος 2006, την γεννηθείσα …. το έτος 2009 και τον ….. γεννηθέντα το έτος 2015. Διαμένει, μετά του συζύγου της και των τέκνων τους, σε ένα μισθωμένο έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 250,00 ευρώ διαμέρισμα, εμβαδού 77,00 τ.μ., ευρισκόμενο σε μια οικοδομή, κείμενη στην πόλη της ….. , επί της οδού … αρ.. . Η αιτούσα είναι άνεργη, εγγεγραμμένη στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ. Ο σύζυγός της ασχολείται με αγροτικές δραστηριότητες, καλλιεργώντας οπωροκηπευτικά σε μια αγροτική έκταση περί των 10.000,00 τ.μ., την οποία μισθώνει έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 100,00 ευρώ και παράλληλα πωλεί τα προϊόντα που παράγει στη λαϊκή αγορά της …. . Τα καθαρά μηνιαία εισοδήματά του ανέρχονται περί των 800,00 – 1.200,00 ευρώ αναλόγως της εποχής και των καιρικών συνθηκών. Περαιτέρω, η οικογένεια της αιτούσας λαμβάνει το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης ποσού 49,91 ευρώ μηνιαίως, επίδομα ενοικίου ποσού 200,00 ευρώ μηνιαίως και επίδομα τέκνων (Α21) ποσού 280,00 ευρώ μηνιαίως. Πέραν αυτών, δεν αποδείχθηκε ότι η αιτουσα και ο σύζυγός της διαθετούν άλλη πηγή εισοδήματος. Στο παρελθόν και συγκεκριμένα από το έτος 2003 έως το έτος 2009 , οποτε και παραιτήθηκε από την εργασία της εξαιτίας της μείωσης των ωρών εργασίας της και των απολαβών της, η αιτούσα εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος σε κατάστημα πώλησης επίπλων με μηνιαίο μισθό που μπορούσε να ανέλθει μέχρι και το ποσό των 1,500,00 ευρώ συμπεριλαμβανομένων των επιπλέον χρηματικών ποσών λόγω επίτευξης υψηλών στόχων πωλήσεων. Από 4-5-2010 έως 21- 11-2013, οπότε και προέβη σε παύση εργασιών, η αιτούσα διατηρούσε επιχείρηση πώλησης φρούτων και λαχανικών εντός της πόλης …. και ειδικότερα σε ένα μισθωμένο έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 250,00 ευρώ κατάστημα επί της οδού ….. . Ωστόσο, όσο διατηρούσε το εν λόγω μανάβικο, δεν είχε παύσει τις πληρωμές της κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, καθώς η παύση των πληρωμών της εντοπίζεται εντός του έτους 2014. Επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η αιτούσα οφείλει προς το 2° των καθ’ ων τις ασφαλιστικές της εισφορές για το χρονικό διάστημα από 1-11- 2012 μέχρι 28-2-2013, τις οποίες μάλιστα υπήγαγε στις 28-11-2013 στη ρύθμιση του Ν. 4152/2013, την οποία εν τέλει δεν μπόρεσε να τηρήσει, δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, ότι η παύση των πληρωμών της κατά τρόπο γενικό και μόνιμο έλαβε χώρα όσο αυτή διατηρούσε το μανάβικο, καθώς η ίδια ήταν συνεπής στην καταβολή των δόσεων του κάτωθι αναφερόμενου δανείου της. Η αιτούσα έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά της το με αριθμό κυκλοφορίας …. δίκυκλο όχημα, εργοστασίου κατασκευής ….. τύπου … κυλινδρισμού 110 κ.εκ., το οποίο απέκτησε το Φεβρουάριο του έτους 2011. Ο σύζυγός της δηλώνει ότι κατέχει ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί μιας μονοκατοικίας, εμβαδού 94,00 τ.μ. και μιας αποθήκης, εμβαδού 12,00 τ.μ., που έχουν ανεγερθεί επί μιας δασικής έκτασης, εμβαδού 917,00 τ.μ. ευρισκόμενης εντός της πόλης της ….., επί της οδού …. .Επιπλέον, ο σύζυγός της έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά του το με αριθμό κυκλοφορίας …..Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής OPEL, τύπου CORSA – C, κυλινδρισμού 1199 κ.εκ., με ημερομηνία χορήγησης της πρώτης άδειας κυκλοφορίας 29-1-2003, το οποίο απέκτησε τον Ιανουάριο του έτους 2014. Πέραν αυτών, δεν αποδείχθηκε ότι η αιτούσα και ο σύζυγός της διαθέτουν λοιπή ακίνητη ή κινητή περιουσία.
5. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης, η αιτούσα σύναψε με την 1η των καθ’ ων ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…….» την υπ’ αριθ. ….. σύμβαση καταναλωτικού δανείου, εκ της οποίας οφείλεται προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…..», ενόψει της μεταβίβασης της εν λόγω επίδικης απαίτησης από την 1η των καθ’ ων, το συνολικό ποσό των 19.077,26 ευρώ. Επιπλέον, η αιτούσα οφείλει προς το 2° των καθ’ ων το συνολικό ποσό των 1.389,63 ευρώ λόγω μη καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών της για τα χρονικά διαστήματα από 1-11-2012 έως 28-2-2013 και από 1-12-2013 έως 31-12-2013. Επομένως, οι οφειλές της απούσας ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 20.466,89 ευρώ.
Η αιτούσα ανέλαβε την ανωτέρω δανειακή υποχρέωση τον Ιούνιο του έτους 2005, όσο εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος και πριν τη σύναψη του γάμου της. Η ίδια ήταν συνεπής στην εξυπηρέτηση του δανείου της μέχρι το έτος 2014, οπότε βρέθηκε σε καθεστώς ανεργίας και ενώ είχε ήδη τα δύο εκ των τριών τέκνων της. Πλέον η αιτούσα, με το ανωτέρω αναφερόμενο οικογενειακό εισόδημα, αδυνατεί να ανταποκριθεί στο σύνολο των οφειλών της. Λαμβανομένων υπόψη και των αυξημένων φορολογικών υποχρεώσεων και των λοιπών δαπανών, η αιτούσα αδυνατεί μόνιμα πλέον να καλύψει τις οφειλές της και ταυτόχρονα να καλύψει τις ανάγκες διαβίωσης της οικογένειάς της ,χωρίς υποβάθμιση της ζωής της πέρα του ανεκτού ορίου αξιοπρέπειας για την κοινωνική και οικονομική της κατάσταση . Στην περιέλευσή της σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας εξυπηρέτησης των οφειλών της συνετέλεσε ουσιαστικά η ανεργία του συζύγου της από την ενασχόλησή του με οικοδομικές εργασίες , αύξηση των δαπανών διαβίωσης της οικογένειάς της μετά την απόκτηση και του τρίτου τέκνου, η απρόβλεπτη αύξηση του κόστους ζωής και η αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Συνεπεία ανωτέρω, η σχέση μεταξύ ρευστότητας και των οφειλών της αιτούσας κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο είναι αρνητική, χωρίς να αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και των συνεχώς αυξανόμενων υποχρεώσεών της. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι η αιτούσα, που δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών της. Το προταθέν σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της, το οποίο αποτελεί κυρίως πρόταση προς τους πιστωτές, όπως συνάγεται ασφαλώς από τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου A του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, καθώς θεσμοθετείται με τρόπο που να συντείνει προς την κατεύθυνση του συμβιβασμού και δεν αποτελεί αίτημα προς το Δικαστήριο, ώστε κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ να το δεσμεύει, δεν έγινε δεκτό από τους πιστωτές της και συνεπώς πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κατ’ άρθρο 8 επ. του Ν. 3869/2010 ρύθμιση των οφειλών της από το Δικαστήριο, μη υπαρχουσών αμφισβητούμενων απαιτήσεων, αφού συντρέχουν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010. Κατά το άρθρο 8 παρ. 2 εδ. α του Ν. 3869/2010, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 17 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, «Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, αφού αφαιρέσει το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των ευλογών δαπανών διαβίωσης του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, όπως αυτές εκάστοτε προσδιορίζονται με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δυνάμει του Ν. 4224/2013 ή μέχρις ότου εκδοθεί η ανωτέρω απόφαση, όπως αυτές προσδιορίζονται στην Έρευνα Οικονομικών Προϋπολογισμών (ΕΌ.Π.) που διενεργεί κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης που βαρύνουν τον οφειλέτη, διατάσσει την καταβολή μηνιαίως, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, του ποσού που απομένει με βάση τα περιουσιακά στοιχεία και τα πόσης φύσεως εισοδήματά του, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών, συμμέτρως διανεμόμενου». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, ως ισχύει και μετά το Ν. 4336/2015, «Σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών». Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της αιτούσας, το οικογενειακό εισόδημά της, την ηλικία της, το ύψος των οφειλών της, το γεγονός ότι σύμφωνα με την τελευταία Ε.Ο.Π. έτους 2019, που διενεργήθηκε από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και δημοσιεύθηκε στις 30-9-2020, οι εύλογες μηνιαίες δαπάνες για ένα ζευγάρι με τρία παιδιά έως και 16 ετών ανέρχονται στο ποσό των 2.045,16 ευρώ, ήτοι είναι υψηλότερες από το οικογενειακό εισόδημα της αιτούσας και το γεγονός ότι το ανήλικα τέκνα αυτής έχουν δικαίωμα στην εκπαίδευση και σε αξιοπρεπή διαβίωση, εις τρόπο ώστε να δύνανται να αναπτύξουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και τις ικανότητες τους ( άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 21 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ), το οποίο δικαίωμα ως άξιο προστασίας απο την Πολιτεία, υπερτερεί από όποια οικονομικής φύσης δικαιώματα, κρίνει οτι για την αιτούσα θα πρέπει να ορισθουν μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές της, ήτοι προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………..» και προς το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», για χρονικό διάστημα 3 ετών, ήτοι 36 μηνών (άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παρ. 17 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α4 της Παραγράφου Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015), αρχής γενομένης από τις 1-5-2021. Το Δικαστήριο δεν θα ορίσει νέα δικάσιμο για να εξετάσει την περίπτωση επαναπροσδιορισμού των μηνιαίων καταβολών, καθότι δεν προβλέπεται περίπτωση βελτίωσης των οικονομικών δεδομένων και εισοδημάτων της απούσας εντός του ως άνω οριζόμενου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη και της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και της ανηλικότητας των τέκνων της εντός της ως άνω τριετίας. Επισημαίνεται ότι δυνάμει της από 13-9-2016 προσωρινής διαταγής του Ειρηνοδίκη …. ορίσθηκαν για την αιτούσα μηδενικές μηνιαίες καταβολές μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση αίτησης και επομένως δεν τίθεται ζήτημα υπολογισμού καταβολών.
6. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και απορριπτομένων των ενστάσεων του 2ου των καθ’ ων και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ό,τι άλλο έκρινε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΟΡΙΖΕΙ κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010 ότι η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλλει μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές της, ήτοι προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……» και προς το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», για χρονικό διάστημα 3 ετών, ήτοι 36 μηνών, που θα αρχίσει από 1-5-2021.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΤΑΙ ότι εφόσον επέλθει οποιαδήποτε αξιόλογη μεταβολή των εισοδημάτων ή των περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας, αυτή οφείλει να το γνωστοποιήσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας ενός μηνός από το χρόνο που επήλθε η μεταβολή, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται (άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010), δοθέντος ότι έχει υποχρέωση υποβολής ειλικρινών δηλώσεων και κατά το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της περιόδου της ρύθμισης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Καβάλα στις 26-02-2021, σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Λόγω άδειας ανατροφής τέκνου της Ειρηνοδίκου που εξέδωσε την απόφαση τη θεώρηση έκανε ο Διευθύνων το Ειρηνοδικείο Καβάλας.